ζαπτιές

ζαπτιές
ο
(λ. τουρκ.), χωροφύλακας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζαπτιές — και ζαφτιές και ζαπτζής, ο (στην τουρκοκρατία) υπεύθυνος για την τάξη, αστυνόμος ή χωροφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zaptiye «αστυνομία»] …   Dictionary of Greek

  • ζαφτιές — ο βλ. ζαπτιές. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζαπτιές] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”